Επιστρέφοντας από το γραφείο…

… με το που βγήκα από το γκαράζ – ευτυχώς που το έχουμε και δεν αναγκαζόμαστε να μπαίνουμε στα πυρωμένα από το λιοπύρι αυτοκίνητα – έπεσα πάνω σε έργα του Υπουργείου Ανάπτυξης, που γειτονεύει με το Μέγκα. Κοίτα, είπα μέσα μου, τους πούστηδες περίμεναν να βράσει ο τόπος για να  αρχίσουν τα σκαψίματα! Μετά – επειδή προσπαθώ να είμαι καλός – σκέφτηκα: ίσως κάποια ξαφνική βλάβη τους τα διέλυσε όλα και αναγκάστηκαν να βγάλουν τους εργάτες με 38 βαθμούς να σκάψουν για να βρουν το λάθος. Το φανάρι Ρούσου και Μεσογείων είναι ίσως το φονικότερο φανάρι της Αθήνας. Τό ‘χουμε κάνει ρεπορτάζ στην εκπομπή αλλά έχει τιμηθεί από τα ελεύερα ρεπορτάζ και πολλών εφημερίδων. Ελάχιστα δευτερόλεπτα που μόνο με κινέζο προμηθευτή μπορείς να διασχίσεις τον άδειο δρόμο πριν γεμίσει από τετράτροχες τε και δίτροχες μαινάδες. Παρά λοιπόν το γεγονός ότι περίμενα σε ένα φιλικό προς τα ι.χ. φανάρι αργούσα να προχωρήσω και το μόνο που έκανα ήταν να κοιτάζω τους εργάτες. Αυτός που βλέπεις να είναι σκυφτός πάνω στον κασμά του, πες μου αν έχεις το θεό σου (τον όποιο, δε θα τα χαλάσουμε τώρα σ’ αυτό) δεν έπρεπε να είναι με τα εγγονάκια του σε μια παραλία, ή έστω κάτω από μια μουριά με παχύ ίσκιο και να τους λέει παραμύθια καθαρίζοντάς τους δροσερά ροδάκινα? Κι όμως τα λίγα λεπτά που η αφεντιά μου τον παρατηρεί σκάβει πάνω στο αυλάκι που άνοιξε κάποιο κομπρεσέρ, σπάσει τις λιγότερο σπασμένες πλάκες, τις πετάει στο σωρό, σκουπίζει τον ιδρώτα του, φτύνει τις παλαμές του και ξαναπιάνει τον κασμά. Λίγα μέτρα παρακάτω κι άλλοι εργάτες, εμφανώς νεότεροι σε συνεχίζουν το δημόσιο έργο που είπαμε και παραπάνω αποφασίστηκε από τύχη ή από την γνωστή σου ελληνική μαλακία να γίνει μέρα με 38 βαθμούς. Η ζωή συνεχίζεται κι έτσι το φανάρι μου επέτρεψε να συνεχίσω κι εγώ για το σπίτι μου. Κάθε φορά που βλέπω ανθρώπους στην ηλικία του πατέρα μου να σκάβουν ντρέπομαι για μένα γιατί όταν είμαι πολύ κουρασμένος λέω: "λες και δούλευα σε γιαπί"! Είναι ύβρις – με όσο βάρος κουβαλάει αυτή λέξη μέσα της τόσους αιώνες. Υβρις-ξε-ύβρις το λέω πάντως κι ας λένε ότι η αμαρτία η ξομολογημένη δεν είναι πια αμαρτία!

Ο δρόμος είναι κόλαση: καυτή πίσσα από κάτω, ο ήλιος να μας χτυπάει από παντού, αφού τα γυάλινα κτίρια ενώ θα έπρεπε να έχουν απαγορευθεί σε μια πόλη με τόση ηλιοφάνεια όπως η Αθήνα, αντιθέτως υψώνονται μέρα τη μέρα και συμβάλλουν κι αυτά όπως μπορούν στην άνοδο της θερμοκρασίας. Παρ’ όλα αυτά προχωράμε στη Βασιλίσσης Σοφίας. Στο ύψος της Μαβίλη ακούω ειδήσεις ότι στο κέντρο έχει πορεία των σχολικών φυλάκων. Ωραία περίοδο διάλεξαν κι αυτοί να διαδηλώσουν, σκέφτηκα πάλι εγωιστικά. Αλλά φαίνεται τώρα τους τη φόρεσαν κι αυτονών οπότε τώρα πήγαν έξω από τη βουλή. Αν το άφηναν για λίγες μέρες αργότερα θα έπρεπε να τρέχουν στις Μυκόνους και στις Πάρους για να βρούν τους μπαμπάδες και τις μαμάδες του έθνους και να θέσουν τα – κατά πάσα πιθανότητα – δίκαια αιτήματα τους. Η ζέστη όμως μ’ εχει αλαλιάσει και επειδή φυσούσε και λιγάκι απόφασισα να ιδρώσω αλλά να μην βάλω το κλιματιστικό στο αυτοκίνητο. Μικρές κινήσεις που λειτουργούν ως ωραιότατο άλλοθι για το περιβάλλον που σαπίζει γύρω μας – anyway! Η ζέστη μ’ εχει αλαλιάσει κι ενώ ξέρω ότι έχει συγκέντρωση εξω από τη βουλή, εγώ στρίβω να πάω από Σύνταγμα στο σπίτι μου! Είπα όμως ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα πράγματα για να μου χαλάσουν τη διάθεση από την κίνηση, οπότε… Οπότε ακινητοποιημένος σ’ αυτήν την πλαταιϊτσα μεταξύ Ευαγγελισμού και Χίλτον αρχισα με το ένα μάτι κλειστό κι ένα στυλό στο χέρι να μετράω στις πλάκες απο γυαλί που συνθέτουν τον εξαιρετικό δρομέα! Ήλπιζα ότι το αεράκι θα μου φέρει και καμιά πιτσίλα από την αβραμοπούλεια fontana, αλλά πού τύχη! Προφανώς και δεν μπόρεσα να μετρήσω τις υαλόπλακες!

Share on Facebook

Leave a Reply