“Μια Στεκιά στο Μάτι του Μοντεζούμα”

Όλες οι βλεννόρροιες θεραπεύονται εκτός από την πρώτη … σαν την πρώτη αγάπη,

γράφει ο Νίκος Νικολαΐδης στο Μιά στεκιά στό μάτι τού Μοντεζούμα. Σ’ αυτή την ύστατη πνευματική του μαρτυρία μυθιστοριογραφεί, με το ιδιότυπο ύφος του, για μια τελευταία φορά έντονα και άμεσα τη γενιά του. Ο δεκαπεντάχρονος αφηγητής του μυθιστορήματος καταγράφει την Αθήνα και τις μεταπολεμικές δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα με μια ψύχραιμη, σαρκαστική, προκλητική αλλά και ταυτόχρονα ιδιαίτερα νοσταλγική και ευαίσθητη ματιά. Η ανήσυχη διαδρομή του, κάτω από ροκ εν ρολ και τζαζ ήχους, είναι μία αποκαλυπτική αναζήτηση, γεμάτη αγάπη, συντροφικότητα, περιπέτειες και έρωτα, η οποία όμως οδηγεί σχεδόν μοιραία σε χαμένες ελπίδες, εκρήξεις οργής και ατελείωτες απογοητεύσεις. Ο Νίκος Νικολαΐδης κατανοεί απόλυτα το πόσο αδυσώπητα μας “τιμωρεί” ο χρόνος και το πόσο αμείλικτα η ζωή μάς οδηγεί σε άλλους δρόμους, αλλά ταυτόχρονα υμνεί το αναλλοίωτο των πρώτων μας ονείρων και τη συνέπεια όσων αρνούνται να εγκλωβιστούν στα “όρια” του συστήματος.

Αυτά λέει το δελτίο τύπου. Διάβασε τώρα παρακάτω το πρώτο κεφάλαιο (είχε δημοσιευθεί στην ATHENS VOICE) και που ξέρεις ίσως αύριο-μεθαύριο διαβάσεις περισσότερο Νίκο Νικολαϊδη στα blogs όπως άλλωστε είχε ζητήσει ο ίδιος, πριν από την επίσημη κυκλοφορία του βιβλίου του!

 

 

1

 

 

Όλες οί βλεννόρροιες θεραπεύονται εκτός από τήν πρώτη.

Ήταν ή εποχή που είχαμε άφθονο ρόκ ν’ ρόλλ, ελάχιστο σεξ καί καθόλου ναρκωτικά.

Πάρ’ όλ’ αυτά νομίζω ότι δέν τά πήγαμε καί τόσο άσχημα.

 

Κατέβαινα κουτρουβαλώντας τή μεγάλη χωμάτινη κατηφόρα πλάϊ στά Τουρκοβούνια καί πίσω μου λαχάνιαζε ή Μπέττυ καί γκρεμοτσακιζότανε πάνω στίς ψηλοτάκουνες γόβες της γκρί σουρί σουέτ.

            Μόλις είχα ρίξει μιά στεκιά στό μάτι τού Μοντεζούμα καί χρυσαφένιος κ’ ελαφρύς σάν τόν Ντόν ντέ λ’ Όρο μέ βίτσιζε στό πρόσωπο τό τέλος τού Νοέμβρη καί όλα αυτά γιατί μόλις είχα ρίξει ένα γερό γαμήσι στή Μπέττυ που έβριζε πίσω μου γιατί είχε μπλεχτεί σέ κάτι πικραγγουριές δίπλα στό ρέμα.

            Αφήσαμε στό πλάι τά παραπήγματα τού Πολυγώνου καί πήραμε τόν μαλακό δρόμο γιά τό λοφάκι τού Γκύζη νά πέσουμε έτσι στήν αλάνα δίπλα στό Πάρκο πίσω απ’ τήν παράγκα τής Λήθης τέσσερα αναχώματα μετά κ’ έξω απ’ τή μικρή αυλή τής Μόλλυ.

 

_________________ Τίς Κυριακές ή Μόλλυ φορούσε κάτι πουλοβεράκια ανγκορά πότε ένα ρουμπινί καί πότε ένα πράσινο αχνό σέ χρώμα ραδιοφωνάκι βακελίτη που τάραζε καί ξεσήκωνε ένα πετάρισμα στό στομάχι μου κι αυτή που τό καταλάβε τίς Κυριακές φορούσε πάντα τό πράσινο.

            Θά ’πρεπε τό θέμα νά μέ ψυλλιάσει αλλά ή Μόλλυ ήτανε καλό παιδί κ ή Μπέττυ σταθερό γαμήσι έστω κι άν μού ’ριχνε τέσσερα χρόνια καί τό ’παιζε μπεμπέκα κ εγώ ήμουνα στά δεκαπέντε κ’ ήθελα δράση κι όχι χεράκι χεράκι μέ τή Μόλλυ στόν Λυκαβηττό καί τί ’ναι ό έρωτας ασπασμός τών αγγέλων πρός τ’ άστρα.

            Έπειτα ή Μπέττυ ήτανε μιά χαρά γκόμενα. Άδειαζε παγόνερα στό καταχείμωνο πάνω στά βυζιά της νά τά κρατάει σφιχτά μέ ρόζ ρογούλες μυτούλα ρετρουσέ μακριά κανιά ψηλόκωλη αλλά ήτανε καί πολύ ζηλιάρα ή καριόλα. Μέ χαρτζηλίκωνε όμως καλά καί τρώγαμε συχνά τά μεσημέρια μετά τό σχολείο μου στό Αχαΐα-Κλάους σωστός νομίζω.

            Πρίν ένα μήνα μού ’φερε δυό γυμνές φωτογραφίες της νά τραβάω μαλακία κι αυτό μέ συγκίνησε πολύ. Τίς έκρυψα κάτω από τό στρώμα μου καί πρώτη φορά όλα καλά. Τή δεύτερη εκεί που τόν έπαιζα έπιασα κάτι που δέν γούσταρα. Ήτανε σέ μία πόζα καθιστή στήν άμμο μέ πόδια ανοιχτά καί τό μουνί της πιάτο στό φακό κ’ εντάξει αυτό τό ’κανε γιά πάρτη μου αλλά τό σούπερ καβλωμένο ύφος στή μάπα της τί ρόλο έπαιζε;—στόμα μισάνοιχτο χείλη χαλαρά κι απέξω νά κρέμεται ή γλώσσα παράλυτη λειρί ψόφιο θολό τό βλέμμα καί μάτια σκέτη βλεφαρόπτωση σά νά ’χε φάει ροπαλιά στό κρανίο τό μουνόπανο—δευτερόλεπτα πρίν τή φωτογραφία ό τύπος πίσω απ’ τόν φακό τής τόν κάρφωνε στά σίγουρα.

Τότε ξύπνησε μέσα μου ένα δεκαπεντάχρονο κυνικό καθήκι σέ δυό επιλογές νά τή σουτάριζα αφού τήν πλάκωνα καί τήν έκανα ίσα μ’ ένα άλογο αλλά πάλι σέ καμμιά κουφάλα θά ’πεφτα μέ νούμερα τρελλά κι άντε νά βρείς τό στέντυ πήδημα στίς μέρες μας ή νά συνέχιζα νά τή γαμώ σά νά μήν τρέχει τίποτα καί νά κυκλοφορώ σέ στύλ—τί έχεις αγόρι μου απόψε;—λίγο θλιμμένος είμαι τίποτα δέν έχω—μά κάτι τρέχει κουρκουμπίνι μου—τίποτα γουστάρω κανά σινεμά κ’ ύστερα μέ ταξί στήν παραλία. Μέ τό ταξί χλώμιαζε κομμάτι αλλά ή καψούρα τήν καπάκωνε.—Κ’ έτσι κ’ έγινε.

Γιατί τελικά τό θέμα είναι νά ξέρεις ότι οί άλλοι δέν τό ξέρουν καί τότε στό φινάλε γίνεται καλό παιχνίδι.

Μερικές μέρες μετά παρέα μέ πολλούς μάγκες τού Πέμπτου τής Τοσίτσα κι άλλους απ’ τή Λεόντειο τό Βαρβάκειο τό Τρίτο από τή Λιοσίων κ’ ένα σωρό μουνάκια απ’ τό Θηλέων τής Νεάπολης γίναμε ένα κουβάρι μέ τούς μπάτσους έξω απ’ τήν Ακαδημία γιά τό Κυπριακό κι όταν τά πράγματα σκούρυναν γιατί πλάκωσαν οί πυροσβεστικές καί τά θωρακισμένα μέ τούς μαύρους τήν πουλέψαμε κανονικά άλλοι γιά Στρέφη καί Λυκαβηττό άλλοι πρός Εθνικό Κήπο γιά μπαλαμούτιασμα καί μπάσκετ στόν Φωκιανό κ εγώ μέ τή Μπέττυ ξαναμμένοι απ’ τό τρεχαλητό καί τά δακρυγόνα γιά γαμήσι σπίτι μου πάνω στά Τουρκοβούνια.

 

Τό σπίτι στά Τουρκοβούνια ήταν μιά σκέτη μιζέρια δύο δωμάτια χώλ κουζίνα αποθηκούλα δίπλα κ έξω απ’ τήν κουζίνα ένας στενός διάδρομος που ’βγαζε στή χέστρα μόνο που ξέχασαν νά τού βάλουν ταβάνι κι όταν έβρεχε κ’ ήθελες νά πάς γιά κατούρημα γινόσουν κώλος. Θέρμανση δέν είχε καί μύριζε παντού πετρέλαιο καθώς πήγαινα βόλτα μιά φορητή θερμάστρα Πίτσος χρώμα σκούρο οινοπνευματί γιά νά ζεστάνει λίγο τό ρημάδι που δέ ζέσταινε κ’ έτσι λιβάνιζα μέ καυσαέριο όλα τά δωμάτια. Κάτω τό μωσαϊκό σέ χρώμα ξέρασε ή γάτα πού ’θελε σπάτουλα νά φύγει ή γκοράτσα κι απέξω μιά τσιμεντένια βεραντούλα κ’ ένα καρακοβούνι κήπο που φύτρωναν μόνο πέτρες καί κάτι γκριζοπράσινες μολόχες.

 

______________ Τά τελευταία χρόνια μόνιμα μπατίρηδες γιά νά τή βγάλουμε ό γέρος μου ντουμπλάριζε μετά τό κωλουπουργείο του καθηγητής σέ φροντιστήριο καί συχνά έφτανε σέρνοντας αργά στό σπίτι 11 τό βράδυ γι’ αυτό καί τώρα ή Μπέττυ ξάπλωνε ξεσαλωμένη τσίτσιδη κι άνετη πάνω στό κρεββάτι μου.

Όταν τήν πλησίασα σήκωσε μέ αναίδεια τίς ψηλοτάκουνες γάμπες της καί τίς ακούμπησε πάνω στήν κουβέρτα. Μετά τίς ανοιξε σιγά σιγά στήν πόζα τής φωτογραφίας. Χώθηκα μέσα στά πόδια της ακούμπησα τούς αγκώνες μου πάνω στά γόνατά της κ’ έγειρα κοντά της αυτή άνοιξε λίγο ακόμα—καλά οί φωτογραφίες σου είναι υπέροχες. Πονηρό χαμόγελο ή χαζοβιόλα καί—σ’ αρέσουνε κουρκουμπινάκι μου; —άν μ’ αρέσουν λέει σκέτη κάβλα—πόσες μαλακίες έριξες μωρό μου;—πεντέξη—μόνο;—έχουμε καί προπόνηση αγάπη μου…καί πού τίς τράβηξες;…

Ησυχία…Τίς φωτογραφίες πού τίς τράβηξες μήπως στό Λαιμό τής Βουλιαγμένης;…πού τό κατάλαβες;—κατέβαζα αργά τό φερμουάρ μου—καί στίς τράβηξε ποιός;—ένας φίλος μου φωτογράφος—καλά καί σύ δέ ντράπηκες νά τού πετάξεις τό μουνάκι σου στή μάπα;—μά τό ’κανα γιά σένα κουρκουμπίνι μου. Τόν πέταξα κ εγώ έξω απ’ τ’ άνοιγμα τού φερμουάρ προσέχοντας νά μή τόν στραγκουλίξω κ’ ή Μπέττυ αναστέναξε—καί  πώς τόν λένε τόν φίλο σου;—μά τί σημασία έχει γιά σένα τό ’κανα νά μ’ έχεις πάντα κοντά σου…δικό μου είναι αυτό τό σκληρό κουρκουμπινάκι μου—θά μού τό χώσεις;

Μόνο που δέν τής τό ’χωσα εκεί που περίμενε. Τήν άρπαξα απότομα απ’ τή μέση τή γύρισα καί τή σβούριξα μπρούμυτα πάνω στό κρεββάτι νά ρθεί στά τέσσερα τής έριξα μιά δυνατή στήν πλάτη νά τουρλώσει καί τής τόν έχωσα στόν κώλο.

Γιά πρώτη φορά.

Νομίζω πως κάπως έτσι συνεννοηθήκαμε γιατί δέν έβγαλε μιλιά ή χαμουρίτσα. Κάθησε σά τήν κότα καί τόν έφαγε έκανε μάλιστα καί κάτι απόπειρες νά κουνηθεί αλλά δέν τής βγήκε γιατί πόναγε μέχρι που τής άρχισα κάτι παπαριές ότ’ είναι τάχα τ’ αλογάκι μου καί καλπάζει μέ τή μαλαπέρδα μου μέσα της πάνω απ’ τούς λόφους κάτω σέ πράσινα λειβάδια μέ λιμνούλες νούφαρα καί κάτι κλαίουσες γυρτές στά γεφυράκια-συννεφάκια-τουλπανάκια καί τέτοιες μαλακίες που γουστάρουνε οί γκόμενες καί πέσανε καί κάτι μπάτσες καί μού κουνήθηκε λιγάκι κ’ έχυσα κ’ έχυσε κι αυτή μαζί μου ή έκανε ότι έχυσε στά παπάρια μου.

Μετά άναψα ένα τσιγάρο κι όπως καθόταν γυμνή μαζεμένη καί μπομπολιασμένη απ’ τό κρύο στά κάτω κάγκελα τού κρεββατιού τής εξήγησα τίς νέες υποχρεώσεις της μενάζ δηλαδή δίς τής εβδομάδος που πάει νά πεί σφουγγάρισμα κανά σώβρακο κανά πουκάμισο σίδερο τό δεύτερο μπλού-τζήν μου κανένα καπαμά τό σχετικό γαμήσι κ’ ένα μπλέ κασκόλ μέ κόκκινες ρίγες που ‘χα χτυπήσει στή βιτρίνα τού Μπόν-Τόν….

Σηκώθηκε θυμωμένη κ’ έφυγε μέ σφιγμένα κωλαράκια γιά τό μπάνιο μή τρέξουνε τά φλόκια στά μπούτια της.

Έσβησα τή γόπα μου καί γύρισα μπρούμυτα νά σαπίσω λίγο ώσπου ξύπνησα από μιά φρέσκια μυρωδιά σιδερωμένου ρούχου.

Τό κορίτσι είχε πάρει τό μήνυμα. Άναψα ένα τσιγάρο κι αυτή μύρισε τόν καπνό καί κατάλαβε πως ξύπνησα.

Μπήκε στήν κάμαρά μου κρατώντας ένα βιβλίο.—Τό βρήκα στό μπάνιο είπε σά νά μήν έτρεχε τίποτα—νά σού διαβάσω κάτι κ’ επειδή διάβαζε ωραία τής είπα νά μού ρίξει πρώτα τόν Γουίλλη τόν μαύρο θερμαστή από τό Τζιμπουτί. Περάσαμε έτσι καμμιά δεκαριά ποιήματα μέ μπόλικα τσιγάρα καί λίγα σχόλια κ’ ύστερα ρώτησε ξαφνικά—τί θά κάνουμε απόψε τό βράδυ;—θά μείνω μέσα γιατί έχω νά διαβάσω καί καλά θά κάνεις νά τού δίνεις μή πλακώσει ό γέρος μου—τότε θά μέ πάς μέχρι τή στάση;—Δέ θά σέ πάω μέχρι τή στάση γιατί ’μαι πτώμα—νά ’ρθώ αύριο νά σέ πάρω στό σχόλασμα;—νά ’ρθείς μόνο μή στηθείς έξω απ’ τό σχολείο γιατί σέ παίρνει είδηση όλη ή τάξη καί κρέμονται τά λιγούρια στά παράθυρα—στήν αφετηρία τότε στή γωνία;—Έγινε.

Θά μπορούσες νά ’σαι λίγο πιό καλός μαζί μου μουρμούρισε καδραρισμένη κάτω από τήν κάσα τής πόρτας τυλιγμένη τή μαύρη γυαλιστερή καμπαρντίνα της.—Έγινε είπα καί γύρισα μπρούμυτα καί τήν άφησα νά πάει νά βρεί τήν εξώπορτα.

Όταν είμαι κακός είμαι κακός αλλά όταν είμαι καλός είμαι χειρότερος.

 

Share on Facebook

Leave a Reply