Προδημοσίευση Απόσπασμα από το κεφάλαιο 26
Η Μπέττυ είναι πολύ επικίνδυνο άτομο τρείς μήνες από τότε πού ’φυγα από τό σπίτι καί χωρίσαμε χτύπησε ένα βράδυ τό κουδούνι στή Βικτώρια τής άνοιξε ο γέρος μου καί τού ζήτησε νά μέ περιμένει εκεί είχα πάει γιά φλιμπεράκια στήν 3ης Σεπτεμβρίου καμμιά ώρα όπου νά ’ναι κ’ έρχομαι—καμώθηκε η καριόλα ότι πονούσε τό στομάχι της ψιλοδιπλώθηκε στόν καναπέ καί τού κλαψούρισε νά πάει κάτω στήν Έβγα νά τής πάρει ένα γιαούρτι κι αυτός που κάπου τή συμπαθούσε καί τή λυπήθηκε κατέβηκε στήν Έβγα μά όταν ανέβηκε η Μπέττυ είχε χαθεί—θά ’φυγε σκέφτηκε ο γέρος μου κ’ έφαγε τό γιαούρτι. Όταν γύρισα μουρμουρίζοντας κάτι στό κεφάλι μου καβλωμένος νά κάτσω στό γραφείο μου νά γράψω είπε ο γέρος μου ήρθε η Μπέττυ άλλά έφυγε ξαφνικά πρίν πέντε λεπτά καί κατέβηκα σφυρί στόν δρόμο νά τήν ψάξω γύρισα τήν πλατεία πήδηξα τρία τρία τά σκαλιά στόν υπόγειο τής Βικτώρια αλλά τίποτα πήρα ένα γύρω τά στενά βλαστημώντας κ’ έπειτα άντε γαμήσου γύρισα σπίτι γιατί έπιασε νά ψιχαλίζει.
Μέσα στό ασσανσέρ μ’ έπιασε μιά ανησυχία δέ γούσταρα καθόλου αυτή τήν ιστορία θέλω γιαούρτι καί εξαφανίζομαι καί πάτησα στή συνέχεια τό κουμπί γιά τελευταίο όροφο καί γιά ταράτσα καλά ο πούστης καί πολύ ένστικτο.
Στήν ταράτσα ήταν σκοτεινά φυσούσε λίγο πλαγιαστές ψιχάλες τριγύρισα τίς γωνιές έφαγα ένα σύρμα τής μπουγάδας στό μάτι καί τελικά τήν βρήκα χάμω κουρνιασμένη σέ μιά λιμνούλα νερά πίσω απ’ τό πλυσταριό. Δίπλα της ήταν πεταμμένα καμμιά εικοσαριά κουτιά άσπιρίνες όλα ανοιχτά καί άδεια κι όλο τό σκηνικό καί η κατάσταση μέ γρήγορη εκτίμηση πρός τήν πουτσίσαμε.
Σκέφτομαι γρήγορα….Πέταξε τίς ασπιρίνες στόν δρόμο καί τό παίζει η κουφάλα…δέν μού κόλλαγε γιατί δέν τό ’χε σίγουρο ότι γυρίζω σέ πέντε λεπτά καί τή βρίσκω κρυμμένη στήν ταράτσα καί τή σώζω καί ύστερα χεσμένος απ’ τό φόβο μαζεύομαι πάλι σπιτάκι μας. Τέρμα η γκόμενα θέλει νά πεθάνει κανονικά—καριόλα όπως ήταν πάντα γουστάρει νά πεθάνει στήν ταράτσα μου δυό πατώματα πιό πάνω νά ’χω τό λείψανο της στό κεφάλι μου νά μέ πλακώνει μιά ζωή. Θά τήν πλακώσω κ’ εγώ τώρα στίς κλωτσιές τήν κουφάλα νά τήν αποτελειώσω γιατί τής φώναζα καί τήν ταρακουνούσα άλλά δέν έπαιρνε πρέφα.
Τήν έχωσα σέρνοντας στό ασσανσέρ καί τήν κατέβασα στόν δρόμο όλος ζοχάδα—δέ θά σού κάνω γώ τή χάρη ξεκωλιάρα θά πεθάνεις κωλόγρια στό γηροκομείο από χεσμένα γηρατειά—κι από ταξί νέκρα. Δρόμο γιά τό Πρώτων Βοηθειών ένάμισυ χιλιόμετρο πιό κάτω πρός Ομόνοια πότε αγκαλιά απ’ τή μέση πότε κρεμασμένη στόν ώμο μου στή Μάρνης φύγαν τά γοβάκια της ξέπεφτε πάνω στό βρεμμένο πεζοδρόμιο τήνε σήκωνα καί παρακάτω γλιστρούσαμε παρέα καί τήν ξαπλώναμε κ᾽ οι λιγοστοί καί βιαστικοί απ’ τή βροχή μάς πέρναγαν γιά μεθυσμένους σκέτο νούμερο μέ τσακισμένη μέση καί τήν ψυχή στό στόμα νά τήν προλάβω.
Στό Πρώτων Βοηθειών τής κάνανε πλύση στομάχου κάπνισα δέκα τσιγάρα μού είπανε ευτυχώς δέν είχε χωνέψει γιά καλά τίς ασπιρίνες ήρθε κ’ ένας μπάτσος νά πάρει κατάθεση εγκληματική ενέργεια καί τά τέτοια βαριότανε όμως πολύ καί μάς ξαπόστειλε βρήκα καί ταξί—στόν δρόμο έψαχνε τό χέρι μου—καί τήν άδειασα στό πατρικό της στό Κουκάκι δέν μπορούσε νά περπατήσει όμως καί χτύπησα τό κουδούνι. Άνοιξε την πόρτα τής αυλής ο πατέρας της κάτι φώναξε μετά στή μητέρα της αυτή έτρεξε γλίστρησε στή βρεμμένη αυλή έπεσε στά πλακάκια χτύπησε στόν γοφό άφησα κ’ εγώ τήν Μπέττυ στά χέρια τού γέρου της καί σήκωσα τήν άλλη που βογκούσε. Μετά τή γδύσανε τής φόρεσαν μιά άσπρη νυχτικιά μέ μπροντερί στό ντεκολτέ χρώμα χλωμό ασσορτί τής μάπας της—τήν ξάπλωσαν στό κρεββάτι καί μού ’παν θέλει νά σού μιλήσει μπήκα μέσα καί κάθησα άκρη στό κρεββάτι.—Πώς είσαι μέ ρώτησε—μιά χαρά εσύ πώς είσαι;—Κρυώνω λίγο—μούσκεψες στήν ταράτσα καί θ’ άρπαξες κανένα κρυολόγημα….—Θά ’ρθείς αύριο νά μέ δείς; Τί νά τής πείς τώρα μέ τέτοιο γερό οπλοστάσιο που τήν είχανε πλουτίσει τά είκοσι κουτιά ασπιρίνες καί η πλύση τού στομάχου πώς νά τά βγάλεις πέρα—…νά φάμε καί παρέα; Ξέρω καί μετά νά πάμε σπίτι μας νά ξεσκιστούμε στά γαμήσια καί κάτσε νά κοιμηθείς εδώ που χουχουλιάζουμε ωραία—φεύγεις αύριο τό γνωστό σκηνικό.
—Κοιμήσου τώρα καί τά λέμε αύριο έχω καί τό ταξί που περιμένει.—λεφτά έχεις;—έχω καί σηκώθηκα—Φιλί;…Καλά έπρεπε νά τήν αφήσω νά ψοφήσει στήν ταράτσα τή φίλησα καί λίγο πρίν βγώ απ’ τήν πόρτα άκουσα—κουρκουμπινάκι!…γύρισα ήρθα κι ακούμπησα στά κάγκελα του κρεββατιού της.—Τί ’ναι πάλι;
—Νά ξέρεις ότι θά τό ξανακάνω.
Μετά από τρείς ώρες μπήκα σπίτι κι ο γέρος μου διάβαζε στό σαλόνι—τήν βρήκες; ρώτησε—τήν βρήκα όλα καλά μόνο νά σού πώ κάτι άλλη φορά άν σέ στείλει καμμιά γκόμενα νά τής πάρεις γιαούρτι σέ παρακαλώ μήν τό κάνεις.—Γιατί τί έγινε;
—Έγινε γέρο μου ότι τό γιαούρτι σκοτώνει.
Το βιβλίο του Νίκου Νικολαϊδη "Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα" θα ξεκινήσει το ταξίδι του από τα βιβλιοπωλεία περίπου στα τέλη Ιανουαρίου. Μέχρι τότε, πού ξέρετε μπορεί να διαβάσετε και κάτι ακόμη στα blogs!
Share on Facebook