ένα εξαιρετικό κείμενο από την Αγρικολτούρα
Θυμάμαι πάρα πολύ καλά .
Ήταν μιά μέρα πρίν απ το Σάββατο του Λαζάρου.
Η άνοιξη είχε έρθει από μοναχή της.
Mοσχοβολούσαν οι κήποι, και τα σπίτια από πάστρα.
Τα δέντρα στην αυλή του σχολείου κατακίτρινα, μάλλον κάποιο είδος μιμόζας εντελώς ξεδιάντροπης όμως.
Και εμείς, με τις ποδιές τις μπλέ, βολτάραμε αγκαζέ στην πίσω αυλή του Γυμνασίου, με τα αγοράκια να παρακολουθούν την κάθε μας κίνηση, νομίζοντας πως δεν τα βλέπουμε.
Δεν χτύπαγε το κουδούνι να μπούμε στις τάξεις.
Κάποιοι φίλοι δεν είχαν έρθει στο σχολείο,και κάποιοι άλλοι ήρθαν με τα μάτια πρησμένα. Δεν μίλαγαν και πολύ.
Μας είπαν πως θα πάμε εκδρομή. Μα πριν καλά καλά να χαρούμε για το αναπάντεχο,
άρχισαν να περνούν τα στρατιωτικά , με τους μουσαμάδες κατεβασμένους , φορτωμένα με τους ανθρώπους.
Τρέξαμε στα κάγκελα και στην αρχή χαιρετάγαμε τους γνωστούς που βλέπαμε πίσω στις καρότσες. Ώσπου ακούστηκε η πρώτη αγωνία.
-Δημητρούλα, δώστο στο Φωτάκη.
Άρπαξα το σημείωμα της απόγνωσης στον αέρα.
Σχεδόν με ακούμπησε με το χέρι που είχα περάσει απ τα κάγκελα.
Και τότε άρχισαν να πέφτουν μέσα στη αυλή τα άδεια πακέτα απ τα τσιγάρα, και μαντήλια γραμμένα όπως όπως.
Ό,τι κι αν ήταν αυτό που γινόταν, σίγουρα δεν ήταν γιά καλό.
Μετά μας μαζέψανε και μας πήγανε εκδρομή.
Εκείνη τη μέρα χωρίς να ξέρουμε το γιατί δεν τραγουδήσαμε στο δρόμο .
Ούτε οι γυναίκες μας χαιρέταγαν απ τις αυλές.Αυτές μάλλον ήξεραν.
Και κεί που πήγαμε, δεν παίξαμε όπως πάντα.
Μόνο κάτσαμε με τη Γιωργία, και μάθαμε με χίλιες προφυλάξεις πώς πήρανε τον πατέρα της.
Απ το κρεββάτι με τις μπιτζάμες.
Και πως έτρεχε η μάννα της το πρωί στις φυλακές, να του δώσει κάνα ρούχο.
Ποιός τον πήρε, γιατί τον πήρε,τί έκανε, γιατί πήγε στις φυλακές;
Εγώ τον ήξερα. Ένας ράφτης ήτανε ο πατέρας της.Ανθρωπάκι του θεού.
Παρέες-παρέες όλο και μουρμουρίζανε πως κι αλλονών πατεράδες πήρανε.
Άλλον απ τη δουλειά, άλλον απ το σπίτι. Και μανάδες, είπε ένας. Πήρανε τη δικιά μου.
Μ’ έπιασε ένας πανικός, και θυμήθηκα τη μάνα μου, που έφυγε το πρωί για το γραφείο με μιά τσάντα σαν μπαούλο.
Θυμήθηκα μεμιάς και κείνη τη νύχτα, που μαζευτήκαμε στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου και ακούγαμε μεχρι το πρωί τα αποτελέσματα των εκλογών απ’ το ραδιόφωνο.
Με τα "έλαβον" της ευτυχίας που δεν κράτησε πολύ,καθώς ήρθε μετά μιά ανησυχία, και όλοι οι μεγάλοι που ήξερα ήταν κάπως σαν φοβισμένοι.
Θυμήθηκα, τα μουρμουρμούρ των μεγάλων που σταμάταγαν μόλις μπαίναμε στο δωμάτιο.
Οσο τα σκεφτόμουνα τόσο τρόμαζα.
Πήγαμε εμείς οι κοπέλλες και βρήκαμε το γυμναστή μας.
Του κλαψουρίσαμε με χάρι πως θέλουμε να γυρίσουμε στα σπίτια μας.
Ήταν καλός ο κακομοίρης, καί μας έκανε το χατήρι.
Γυρίσαμε σε μεγαλύτερη μούγκα από όταν πήγαμε.
Πού πήγε η άνοιξη που είχε έρθει πρωί -πρωί;
Η Νίκη που μας έλεγε πως αγόρασε καινούριο φόρεμα πλεχτό με ρίγες. Μπλέ.
Σίγουρα θα αγόραζε ένα κι’ η Ναυσικά.Αυτή πάντα κοπιάριζε τη Νίκη.
Η Ντίνα και γώ , μόνο παπούτσια θα παίρναμε.Θα τα καταφέρνα να έχουν και λίγο τακουνάκι; Το πρωί τα λέγαμε;
Πού πήγε η άνοιξη;
Στο σπίτι κανένας.
Έτρεξα στο σπίτι της γιαγιάς.
Ανακατωσούρα εκεί, και να μη λέει κανένας τίποτα με τ’όνομά του.
Ξαναγύρισα στο σπίτι , και περίμενα κρυμμένη μέσα στις βιολέττες της αυλής -σαν ύποπτος χωρίς να ξέρω το γιατί- , τη μάννα μου και τον πατέρα μου.
Όταν γύρισαν και οι δυο, άρχισα τις ερωτήσεις.
Απάντηση δεν πήρα σε καμμία βέβαια, μόνο που είδα τον μπαμπά να μαζεύει πολλά βιβλία κυρίως ρώσσικα, τον «ήρεμο Ντον», «πώς δενότανε τ’ ατσάλι», τη «μάχη του Στάλινγκραντ», τα «θυμωμένα στάχυα», κι άλλα που δε θυμάμαι, και μαζί και το δικό μου.
«Ο Τεσσερακοστός πρώτος.»
Δεν θυμάμαι ποιός τόχε γράψει, μόνο που ήταν το αγαπημένο μου.
Είχε μιά Ρωσσίδα λέει, που φύλαγε δεν ξερωποιούς αιχμαλώτους, και ήταν άσσος στο σημάδι.
Ερωτεύτηκε με έναν απ αυτούς, αλλά τον σκότωσε γιατι νόμιζε πως θα το έσκαγε.
Ε!Αυτός ήταν ο Τεσσερακοστός πρώτος σκοτωμένος της.
Αυτή είχε και μιά φοβερή βρισιά που έλεγε: " ψαράντερα ".
(Γιά πολλά χρόνια πίστευα πως ήταν η χειρότερη βρισιά του κόσμου στα Ρώσσικα.
Μετά απλώς κατάλαβα, πως ο μεταφραστής είχε μεταφράσει ακριβώς αυτο που είδε γραμμένο).
Τα τύλιξε σε νάϋλον και τάβαλε μέσα στις κυψέλες με τα μελίσσια που είχαμε στην ταράτσα.
Τον άκουσα που είπε στη μαμά «γιά ρώτα κι αυτήν τ’ μαϊμού, (εγώ ήμουνα αυτή) μήν της έχει δώσει τίποτα ο αδερφός σου και μας κάψει».
Με το ψέμμα κατω απο τη γλώσσα εγώ, είπα το όχι, ενώ την ίδια στιγμή σκεφτόμουνα η Τζαβέλαινα, τον άντρακλα το Λαμπράκη με το πανώ αγκαλιά, να τρέχει Μαραθώνιο, εξώφυλλο στους «δρόμους της Ειρήνης» πούχα κρυμμένο κάτω απο το στρώμα.
Μαύρο βράδυ πέρασα.
Όλο πως έκαιγα το σπίτι μου και πως σωνόμασταν οικογενειακώς, την τελευταία στιγμή απ΄ τη θράκα.
Ούτε το Λάζαρο είπαμε με τα κορίτσια.
Πού κέφια για τέτοια, κιας χάσαμε και τα λεφτά.
Όλη η μεγάλη βδομάδα ήταν μιά απειλή.
Το μεγάλο Σάββατο, μας ξύπνησαν για την Ανάσταση όπως συνηθίζαμε.
Ντυθήκαμε με τα καλά μας ,πήραμε και τις λαμπάδες μας,
και εκεί μπροστά στην εξώπορτα που κάναμε την σύναξη πριν την τελική έξοδο, βλέπω τη μάννα μου ξανά με κείνη την τσάντα-μπαούλο, και μούρθε χωρίς να ξέρω γιατί ν’αρχίσω τα ουρλιαχτά.
Είχα μάθει στο μεταξύ τι είχε γίνει.
Ποιούς μαζεύανε. Ποιοί ήταν αυτοί. Και ποιοί ήταν οι άλλοι. Μου τα εξήγησε όλα ο μπαμπάς αναγκαστικά, όταν τον ρώτησα γιατι μάζευε λεφτά γιά τον κυρ- Σπύρο που τον απολύσανε απο δάσκαλο.
Ανοιξε την πόρτα η μαμά, και γυρνώντας με το ένα χέρι στο χερούλι, μας λέει σε μένα και τον αδερφό μου, χωρίς να μας ακουμπήσει.
-Γιά ελάτε εδώ να σας πούμε δυό κουβέντες.
Πήγαμε σα τα ζεματισμένα κουτάβια.
-Μάθαμε πως θα μαζέψουνε κόσμο απ’ την Ανάσταση σήμερα.
Άν δείτε να μας παίρνουνε, μη βάλετε τα κλάμματα και τους αλείψετε την κοιλιά με μέλι*.
Το υπόλοιπο "διαμάντι" εδώ!
Share on Facebook











