Η συνάδελφος και φίλη μου, Μάρω Λεονάρδου, έχει έτοιμο το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο "Το Νησί της Ουτοπίας. Με πολύ χαρά μου ανακοίνωσε ότι σε καμιά δεκαριά μέρες θα είναι έτοιμο να ξεκινήσει το ταξίδι του από τις εκδόσεις Λιβάνη στα βιβιοπωλεία.

Μου είπε ότι το νέο βιβλίο είναι ουσιάστικά η απάντηση στο προηγούμενο της, www.απόγνωση.com
Δηλαδή τι εννοείς "απάντηση" βρε Μάρω μου, της είπα.
και μου απαντά:

Εδώ πρόκειται για το ΟΝΕΙΡΟ που ελάχιστοι έως κανένας αγγίζει
και αυτό μπορεί να γίνει μόνο στο Νησί της Ουτοπίας, το Νησί των Θεών όπως ονομάστηκαν τα Κύθηρα, ή αλλιώς "Ζάθεα".
Εκεί όπου ο Ουρανός συνάντησε ερωτικά τη Γη, με αποτέλεσμα να γεννηθεί η Αφροδίτη
Στο αραξοβόλι του Αυλέμωνα, μοναδικό ασφαλές φυσικό λιμάνι στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.
"οκ", είπα εγώ και διάβασα το 6ο κεφάλαιο που μου χάρισε για να το μοιραστούμε στο βλογκάκι μου!
Καλή ανάγνωση – αναγνώστη, και Μάρω … καλοτάξιδο!!!
Κεφάλαιο 6: Το Αγκάλιασμα
Στο μεταξύ, το λουλούδι στη μέση του λιμανιού του Αυλέμωνα είχε πάρει το χρώμα του βαθύ ροζ. Αυτό που στην αρχή έμοιαζε με κυκλάμινο, τώρα έτεινε να γίνει ένα πανέμορφο, υπέροχο ροζ τριαντάφυλλο. Το εντυπωσιακότερο όμως ήταν η ευωδία που σκόρπιζε γύρω του. Μια ευωδία που σκέπαζε την αρμύρα της θάλασσας, απλωνόταν πάνω από το λιμάνι και τα σπίτια, κάποιοι μάλιστα έλεγαν ότι είχε αρχίσει να καλύπτει και τα γύρω χωριά.
Κι ήταν η ίδια μυρωδιά η ίδια ευωδία που είχε ενωθεί με τις ανάσες τους την ώρα που ο Νίκος και η Μ. έκαναν έρωτα. Ηταν το άρωμα που είχε ποτίσει τα σεντόνια τους και η μυρωμένη ανάσα που έβγαινε από τα βογκητά τους, σαν απόσταγμα από ροδοπέταλα, σαν αιθέρας φτιαγμένος από θεϊκά βότανα…..
Το παράθυρο ήταν μισάνοιχτο και το ζεστό αεράκι του μεσημεριού που έμπαινε, χάϊδευε τα σώματά τους μαζί με το άρωμα από το τριαντάφυλλο και την ζεστή αύρα του ήλιου που έξω έκαιγε…
Κι όπως οι παλάμες του ήταν μπλεγμένες με τις δικές της, και οι μελαχρινές μπούκλες του , έτσι όπως ήταν σκυμμένος πάνω της, χάϊδευαν το μέτωπό της, το μόνο που ακουγόταν σ αυτό το καυτό απομεσήμερο ήταν ένας ψίθυρος…. Ενας ψίθυρος αγάπης και όρκων αιώνιας αφοσίωσης που καμμιά σχέση δεν είχε με τα όσα συνήθως ακούγονται σε αντίστοιχες συναντήσεις ανθρώπινων κορμιών.
Ηταν μια ένωση ιερή αυτή του Νίκου και της Μ., σαν προσχεδιασμένη από καιρό με χέρι θεϊκό, άγνωστο ποιανού, σίγουρα όμως καλά μελετημένη, αν είναι ποτέ δυνατόν να σκεφτεί κανείς κάτι τέτοιο ….
Το βλέμμα του βαθιά καρφωμένο μέσα στο δικό της, επίμονο και διεισδυτικό, σα να θελε την ώρα εκείνη της κορύφωσης να ξεδιαλύνει όλα τα μυστήρια της γης και του ουρανού κρυμμένα μέσα στα τρίσβαθα της ψυχής της. Κι εκείνη, να του χαμογελά ελαφρά, λίγο πριν χαθεί σε αυτά τα προαιώνια μυστικά, τα μυστικά του κόσμου και του έρωτα, και της αιώνιας πίστης που λίγοι, ελάχιστοι άνθρωποι στη γη κατόρθωσαν να αγγίξουν.
Λένε πως οι ώρες του μεσημεριού, είναι βαθιά μυστικιστικές, είναι οι ώρες που τα ξωτικά και τα φαντάσματα βγαίνουν στην επιφάνεια της γης και κυκλοφορούν ανάμεσά μας…κι ίσως γι αυτό, στα μέρη που καίει ο ήλιος και η ζέστη είναι ανυπόφορη, οι άνθρωποι κρύβονται στα σπίτια με την πρόφαση ότι κοιμούνται. Από φόβο μήπως και συναντήσουν τα ξωτικά και συναπαντηθούν οι ψυχές….
Όταν δυο σώματα αγαπηθούν όπως οι ψυχές μέσα σ αυτό το καυτό απομεσήμερο στο νησί του ουράνιου έρωτα, στο μέσον του πελάγους, δύσκολα ξεκολλούν το ένα από το άλλο… Το σμίξιμό τους είναι μοναδικό και παντοτινό, όπως το σμίξιμο δυο γλάρων, που είναι πτηνά μονογαμικά, ίσως τα μοναδικά του είδους τους που έχουν αυτήν την ιδιότητα, αν και πουλιά… που σημαίνει ότι φεύγουν, ανοίγουν τα φτερά τους σε κόσμους μακρινούς, αλλά πάντα γυρίζουν τελικά. Στον ένα και μοναδικό σύντροφο που επέλεξαν για να είναι παντοτινά δικός τους.
Το κρώξιμο των γλάρων – να φευγαν ή να επέστρεφαν στο μικρό λιμανάκι του Αυλέμωνα – ήταν που θύμισε στο Νίκο και τη Μ., ότι είχε έρθει το δειλινό….ο ήλιος είχε πάψει από ώρα να καίει, το άρωμα του ροζ τριαντάφυλλου ήταν πιο έντονο από ποτέ, και ο πράσινος φάρος εκεί στην άκρη του λιμανιού είχε αρχίσει να αναβοσβήνει…. Σε λίγο θα έπεφτε το σκοτάδι, και το φεγγάρι θα ξεπρόβαλε από την απέναντι πλαγιά του μικρού βουνού που αγκάλιαζε το λιμανάκι. Πριν από δύο μέρες είχαν πανσέληνο.
Ο Νίκος και η Μ., βγήκαν στο μικρό δρόμο μπροστά από το σπιτάκι. Εκείνη γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε στα μάτια. Και τότε εκείνος πέρασε το χέρι του στους ώμους της. Ηταν τόσο όμορφος καθώς το ελαφρύ βραδυνό αεράκι του ανακάτευε τα μαλλιά. Το φαρδύ μπεζ παντελόνι και το λευκό πουκάμισο τόνιζαν ακόμη περισσότερο το υπέροχο σώμα του. Και ναι, σκεφτόταν η Μ., ήταν τόσο θεϊκά όμορφος…. Μια ομορφιά που σου έκοβε την ανάσα…Σαν άγγελος…Τον κοίταξε. Η ζεστασιά του μπράτσου και της παλάμης του στον ώμο της την τύλιξε και τη γέμισε σιγουριά.
Είχε ξανανιώσει κάτι τέτοιο ποτέ με άλλον άντρα? Μάλλον όχι…Μα άλλωστε, ποτέ κανείς δεν την κράτησε με ανάλογο τρόπο στην αγκαλιά του. Την έσφιξε πάνω του, σα να ήθελε να της πει… «μην ανησυχείς, όχι, εγώ δε θα φυγω. Δεν πρόκειται να σ αφήσω. Είσαι δική μου. Ολότελα δική μου. Και κανείς δεν πρόκειται να σε αγγίξει ποτέ ξανά. Ούτε να σου κάνει ποτέ κακό!»
Να ταν αυτή η σιγουριά το μυστικό του έρωτα? …. Να ναι αυτή η σιγουριά που αναζητούν οι άνθρωποι στους όρκους αιώνιας αγάπης? Σίγουρα πάντως, η αίσθηση αυτή δεν είναι ανθρώπινη… Μοιάζει εξωπραγματική, γι αυτό και πια στις μέρες μας οι άνθρωποι, πιο προσγειωμένοι πια στην καθημερινότητα, δε δίνουν όρκους, ούτε και ζουν μεγάλους έρωτες. Μόνο στιγμές. Μικρές, μοναδικές και ανεπανάληπτες όπως πιστεύουν στιγμές. Χωρίς αρχή, ούτε μέση, σίγουρο όμως τέλος.
Η Μ. κούρνιασε στην αγκαλιά του Νίκου. Μια αγκαλιά αναζητούσε άλλωστε σε όλα αυτά τα χρόνια των ατέρμονων περιπλανήσεων και ταξιδιών της στον κόσμο. Κι οι δυο, κρατημένοι έτσι σφιχτά, κάτι σαν τους γλάρους που ξανασυναντιούνται μετά από χρόνια, άρχισαν να περπατούν τον ανηφορικό δρόμο του χωριού…. Το δρομάκι που ξεκινούσε από τη μία άκρη του χωριού σ ένα παλιό ενετικό κάστρο και έφτανε έως κάτω στο μώλο, όπου έδεναν οι βάρκες. Ένα δρομάκι στο οποίο όταν ήταν μικρή η Μ. έτρεχε, έπαιζε κρυφτό κυνηγητό, έκανε ποδήλατο….καμμιά φορά κουβαλούσε και τους κουβάδες με το νερό από το πηγάδι…στο ίδιο σπιτάκι, όπου τότε ζούσε ακόμη ο παπούς.
Το φεγγάρι είχε μόλις αρχίσει να ξεπροβάλει δειλά- δειλά, και ο πράσινος φάρος αναβόσβηνε πάντα πίσω τους. Το ροζ τριαντάφυλλο ανθισμένο πάντα, σκόρπιζε το άρωμά του στο κέντρο του λιμανιού. Μόνο που οι περίεργοι και οι άνθρωποι του χωριού είχαν πλέον σκορπίσει… Νύχτωσε πια και τα ανεξήγητα, έρχεται η στιγμή που κουράζουν τους ανθρώπους….Απλά τα δέχονται σα δεδομένα, ή προσπαθούν να τα αγνοήσουν.
Μια γαλήνη και ησυχία είχε αντικαταστήσει τα πρωινά επιφωνήματα απορίας και θαυμασμού!
Εκτός από τα βήματα του Νίκου και της Μ., δεν ακουγόταν τίποτα… Εκτός ισως από το άρωμα….Την ευωδιά του τριαντάφυλλου. Στα Κύθηρα, βλέπετε, τις μυρωδιές τις ακούμε!
Ευχαριστώ τη Μάρω και τις εκδόσεις Λιβάνη που μου εμπιστεύτηκαν αυτό κεφάλαιο!
Share on Facebook